- φράδασε
- φραδάζωmake knownaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φραδάζω — Α γνωστοποιώ κάτι, φανερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη τού οποίου συμπεραίνουν οι μελετητές από τον αόρ. φράδασσε που απαντά στον Πίνδ. και που πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ως ποιητ. τ. τού φράδᾱσε / φράδησε, γ εν. πρόσ. αορ. τού… … Dictionary of Greek